οδύνη

οδύνη
η (ΑΜ ὀδύνη)
ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ' αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ.
β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «ψυχική οδύνη»
(νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας ενός ατόμου που, κυρίως, οφείλεται στις ενέργειες κάποιου άλλου
αρχ.
οξύς σωματικός πόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οδ-ύν-η ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα (οδ-) τής ΙΕ ρίζας *ed- «τρώω» (πρβλ. ἔδω) και εμφανίζει επίθημα *wen- / -un- και κατάλ. -ā / -n. Απαθή βαθμίδα εμφανίζει ένας πιθ. αιολ. τ. ἐδύνα (πρβλ. ἔδοντες: ὀδόντες), αν η ίδια η λ. ὀδύνη δεν προήλθε —όπως όχι τόσο πειστικά έχει υποστηριχθεί— από τον τ. ἐδύνα, με αφομοιωτική τροπή τού ε > ο προ τού -υ- (πρβλ. κρέμυον > κρόμυον). Η σημασιολογική εξέλιξη τής ρίζας ed- «τρώω» στη σημ. «πόνος» τού ὀδύνη φαίνεται προϊόν μεταφορικής χρήσης (τής αντίληψης ότι ο πόνος κατατρώει, βασανίζει την ψυχή και το σώμα
πρβλ. λατ. φρ. curae edaces «φροντίδες πολυφάγες», λιθουαν. edziotis «βασανίζω»: edzioti «τρώω, δαγκώνω»). Τέλος, στην ίδια ρίζα με επίθημα *-wr ανάγεται η λ. εἶδαρ «τροφή, φαγητό» (< *-δF-)
βλ. και λ. οδύρομαι. Η λ. απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ώδυνος, όπου το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως.
ΠΑΡ. οδυνηρός, οδυνώμαι
αρχ.
οδυναίτερος, οδυνώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. οδυνήφατος, οδυνηφόρος, οδυνοποιός, οδυνοσπάς. (Β συνθετικό σε -ωδυνος) ανώδυνος, επώδυνος, πολυώδυνος
αρχ.
ακεσώδυνος, βαρυώδυνος, διώδυνος, εριώδυνος, κατώδυνος, μεγαλώδυνος, νώδυνος, πανώδυνος, παυσώδυνος, περιώδυνος, πολυανώδυνος, υπερώδυνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀδύνη — pain of body fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὀδυνάω cause pres imperat act 2nd sg (doric) ὀδυνάω cause pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὀδυνάω cause imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδύνῃ — ὀδύνη pain of body fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδύνη — η 1. ψυχικός πόνος, θλίψη, έντονη λύπη. 2. (νομ.), «ψυχική οδύνη», μείωση ψυχικής δυναμικότητας από ενέργεια άλλου: Του πλήρωσε και ψυχική οδύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδυνῇ — ὀδυνάω cause pres subj mp 2nd sg (doric) ὀδυνάω cause pres ind mp 2nd sg (doric) ὀδυνάω cause pres subj act 3rd sg (doric) ὀδυνάω cause pres ind act 3rd sg (doric) ὀδυνάω cause pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀδυνάω cause pres ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κὠδύνη — ὀδύνη , ὀδύνη pain of body fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὀδύνη , ὀδυνάω cause pres imperat act 2nd sg (doric) ὀδύνη , ὀδυνάω cause pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὠδύνη , ὀδυνάω cause imperf ind act 3rd sg (doric) ὠδύνη ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδύναι — ὀδύνη pain of body fem nom/voc pl ὀδύνᾱͅ , ὀδύνη pain of body fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδύνηι — ὀδύνῃ , ὀδύνη pain of body fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνᾶν — ὀδύνη pain of body fem gen pl (doric aeolic) ὀδυνάω cause pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀδυνάω cause pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀδυνάω cause pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὀδυνᾶ̱ν , ὀδυνάω cause pres inf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνέων — ὀδύνη pain of body fem gen pl (epic ionic) ὀδυνάω cause pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυνῶν — ὀδύνη pain of body fem gen pl ὀδυνάω cause pres part act masc voc sg ὀδυνάω cause pres part act neut nom/voc/acc sg ὀδυνάω cause pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ὀδυνάω cause pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”